μονοπείρας

μονοπείρας
μονοπείρᾱς , μονοπείρας
hunting singly
masc acc pl
μονοπείρᾱς , μονοπείρας
hunting singly
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μονοπείρας — μονοπείρας, ὁ (Α) (συν. για λύκο) αυτός που βγαίνει για κυνήγι μόνος και όχι σε αγέλη («ἀνθρωποφαγοῡσι δὲ οἱ μονοπεῑραι τῶν λύκων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πειρας (< πεῖρα «δοκιμή, δοκιμασία»), πρβλ. ιππο πείρης] …   Dictionary of Greek

  • μονοπεῖραι — μονοπείρας hunting singly masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”